- συγκρατούμενος
- συγκρατέωhold togetherpres part mp masc nom sg (attic epic doric)συγκρατέωhold togetherpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφεκτός — ἐφεκτός, ή, όν (Α) 1. ο συγκρατούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐφεκτά ζητήματα για τα οποία κάποιος είναι επιφυλακτικός στην έκφραση τής γνώμης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω βλ. εφεκτικός] … Dictionary of Greek